καμπινέ

καμπινέ
το και καμπινές, ο
αποχωρητήριο, αφοδευτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cabinet].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καμπινέ — καμπινέ, το και καμπίνες, ο (λ. γαλλ.), αποχωρητήριο: Σε πολλά χωριά τα σπίτια δεν έχουν καμπινέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχέλαος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ηρακλείδης, γιος του κατακτητή του Άργους Τημένου, που τον έδιωξαν οι αδελφοί του και πήγε στον βασιλιά της Μακεδονίας Κισσέα. Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει σύζυγο την κόρη του, αν τον βοηθούσε σε μια δύσκολη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”